- νομομαθοῦς
- νομομαθήςmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουφτής — Αραβική λέξη (μούφτι), που την πήραν οι Τούρκοι (μουφτί) και από αυτούς οι Έλληνες. Σημαίνει κατά λέξη «αυτός που εκδίδει φετβά» (δηλαδή δικαστική απόφαση) και χαρακτηρίζει τον νομομαθή στον οποίο μπορεί να αποταθεί ένας ιδιώτης, μια κοινότητα ή… … Dictionary of Greek
Αρνό, Αντουάν — (Antoine Arnauld, Παρίσι1612 – Βρυξέλλες 1694).Γάλλος θεολόγος, ο νεότερος και διασημότερος γιος του νομομαθούς Αντουάν Α., σφοδρού εχθρού των ιησουιτών. Φοίτησε στη Σορβόνη και το 1641 χειροτονήθηκε ιερέας. Προσηλυτίστηκε στις αυστηρές αρχές των … Dictionary of Greek
διοικητικό δίκαιο — Ένας από τους βασικούς κλάδους του δημοσίου δικαίου, που ρυθμίζει στο σύνολό του τις εκδηλώσεις της κρατικής εξουσίας και τον τρόπο οργάνωσης της λειτουργίας της. Ο σαφής προσδιορισμός του αντικειμένου του δ.δ. γίνεται σε συνδυασμό με τον… … Dictionary of Greek
Καρακάλλας, Μάρκος Αυρήλιος Σεβήρος Αντωνίνος Βασιανός — (Marcus Aurelius Severus Antoninus Basssianus Caracalla, Λιόν 186 – Κάρρες Μεσοποταμίας 217 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (211 217). Επονομάστηκε Κ. επειδή συνήθιζε να φορά γαλατικό χιτώνα με την ίδια ονομασία. Γιος του Σεπτίμιου Σεβήρου και της… … Dictionary of Greek
Μαϊμονίδης — (Κόρντομπα, Ισπανία 1135 – Κάιρο, Αίγυπτος 1204). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Εβραίου φιλοσόφου και νομομαθούς Μωυσή μπεν Μαϊμόν (Moses ben Maimon). Σε παιδική ηλικία μετακόμισε στη βόρεια Αφρική από την Ισπανία, εξαιτίας του διωγμού… … Dictionary of Greek
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek